ανορθόγραφος, -η

ανορθόγραφος, -η
-ο
1. αυτός που δεν είναι γραμμένος σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής: Η επιστολή ήταν κακογραμμένη και ανορθόγραφη.
2. το αρσ. ως ουσ., ο ανορθόγραφος αυτός που δε γράφει σωστά, σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής: Ήταν πάντα πολύ ανορθόγραφος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανορθόγραφος — η, ο και ανορθόγραφος, ο 1. αυτός που κάνει ορθογραφικά σφάλματα 2. (με παθ. σημ.) αυτός που περιέχει ορθογραφικά σφάλματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ανορθογραφία — η 1. ορθογραφικό σφάλμα 2. η ιδιότητα ή το ελάττωμα του ανορθόγραφου 3. μτφ. δυσαρμονία, παρατυπία, ασχήμια. [ΕΤΥΜΟΛ. ανορθόγραφος. Η λ. στον πληθ. ανορθογραφίαι, αι μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”