- ανορθόγραφος, -η
- -ο1. αυτός που δεν είναι γραμμένος σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής: Η επιστολή ήταν κακογραμμένη και ανορθόγραφη.2. το αρσ. ως ουσ., ο ανορθόγραφος αυτός που δε γράφει σωστά, σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής: Ήταν πάντα πολύ ανορθόγραφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.